- αγναντιαστός
- -ή, -ό [αγναντιάζω]1. αυτός που βρίσκεται απέναντι, αντικριστός2. επίρρ. αγναντιαστάαπέναντι, αγνάντια.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αγναντιαστός — ή, ό επίρρ. ά αντικριστός: Στο χωριό τα σπίτια μας ήταν αγναντιαστά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)